- εὐήρυτος
- εὐήρῠτος, ον, (ἀρύω A)A good to draw,
ὕδωρ h.Cer.106
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδωρ h.Cer.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευήρυτος — εὐήρυτος, ον (Α) αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήρυτος < αρύω «αντλώ»] … Dictionary of Greek
εὐήρυτον — εὐήρυτος good to draw masc/fem acc sg εὐήρυτος good to draw neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)